-
1 жокей
См. также в других словарях:
τζόκεης — τζόκεης, ο και τζόκεϊ, ο άκλ. (λ. αγγλ.), επαγγελματίας αναβάτης αλόγων στον ιππόδρομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1 жокей
τζόκεης — τζόκεης, ο και τζόκεϊ, ο άκλ. (λ. αγγλ.), επαγγελματίας αναβάτης αλόγων στον ιππόδρομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)